- αναπαραδιά
- η(στερητ. ανά- + τουρκ. λ. παράδες), τέλεια έλλειψη χρημάτων, απενταρία: Τον τελευταίο καιρό με δέρνει μεγάλη αναπαραδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναπαραδιά — η έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + παράδες, πληθ. τού παράς] … Dictionary of Greek
ακερματία — ἀκερματία, η (Α) η έλλειψη κερμάτων, χρημάτων, η αναπαραδιά (Αριστοφ. απ. 119). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κέρμα, ατος και ἀ κερμ ία, από το θ. τής ονομαστικής] … Dictionary of Greek
αναργυρία — η (AM ἀναργυρία) [ανάργυρος] έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά μσν. το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς … Dictionary of Greek
ατσιγαριά — η 1. έλλειψη τσιγάρου 2. αναπαραδιά, αδεκαριά … Dictionary of Greek
αναπαραδιάρης — ο αυτός που συνήθως έχει αναπαραδιά: Όσα χρόνια τον ξέρω είναι αναπαραδιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)